Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

 

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

    Απόγευμα. Σάββατο απόγευμα, γεμάτο φως. Απρίλης.
    Στην αυλή είχανε μαζευτεί κάμποσοι. Είχαν έρθει και από τα γειτονικά σπίτια, κάτι γυναίκες κι ένα τσούρμο πιτσιρίκια.
    — Απαρτία έχουμε σήμερα, είπε ο παππούς, που είχε βγει κι αυτός στην αυλή τσουλώντας την καρέκλα του με τις ρόδες.
    Το πόδι του, το αριστερό, ήτανε χρόνια παράλυτο.
    Το αγόρι δούλευε πυρετωδώς. Γυάλιζε τώρα το τιμόνι. Οι άλλοι, γύρω του, χαζεύανε το ποδήλατο, που ήτανε το γεγονός της ημέρας στην αυλή. Σε λίγο, θ’ ανέβαινε το αγόρι στο ποδήλατο, και υστέρα . . . υστέρα θα χαλούσε ο κόσμος! Θα έκανε βόλτες σ’ όλη τη γειτονιά, όλοι θα το καμαρώνανε πάνω στ’ ολοκαίνουριο ποδήλατο, που το είχε φέρει πριν από μισή ώρα μόλις.
    — Θα έχουμε πρεμιέρα απόψε, είπε ο ηθοποιός, που έμενε στο δωμάτιο δίπλα στο κοτέτσι.
    — Την παρθενιά θα του πάρει απόψε, είπε ο οξυγονοκολλητής, που ό,τι είχε γυρίσει.
    Η γυναίκα του τού έριξε μια άγρια ματιά, μα τα δυο κορίτσια που δουλεύανε στο υφαντουργείο κοιτάχτηκαν με νόημα και χαμογελάσανε.
    Στο μεταξύ, το αγόρι δεν έδινε προσοχή σε ό,τι γινότανε γύρω του. Γυάλισε το τιμόνι, το σκελετό, τα πετάλια . . .
    Δεκαπέντε χρονώ, μελαχρινό, λυγερό, δούλευε από δώδεκα χρονώ σ’ ένα μηχανουργείο.
    Εκείνο το απόγεμα, είχε κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρο: να πάρει ποδήλατο. Δυο χρόνια αγωνίστηκε γι’ αυτό. Στερήθηκε τα πάντα: το σινεμά, το ποδόσφαιρο, ακόμα και το τσιγάρο που τραβούσε πότε πότε, στη ζούλα. Στο μηχανουργείο δούλευε υπερωρίες, τσακιζότανε στη δουλειά, γύριζε το βράδυ λιώμα από την κούραση, μα τ’ όνειρο του τού έδινε κουράγιο και δε λύγιζε. Και να που ήρθε η ώρα ! Εκείνο τ’ απόγεμα, Σάββατο απόγεμα, σκόλασε από το μηχανουργείο λίγο νωρίτερα, πήγε στο μαγαζί, έδωσε ένα μάτσο λεφτά προκαταβολή, το υπόλοιπο θα τόδινε με δόσεις, κάθε μήνα, πήρε το ποδήλατο, και τώρα, στην αυλή . . .
    —Άτιμο ποδάρι ! είπε ο παππούς. Av δεν ήσουνα του λόγου σου, θάκανα κι εγώ μια βόλτα.
    Και χάιδεψε τα γένια του.
    — Μωρέ σεις, έπρεπε να ξουριστώ μέρα πούναι σήμερα ! φώναξε. Βάλτε νερό να ζεσταθεί, γρήγορα !
    Η νύφη του, η μάνα του αγοριού, έτρεξε κι άναψε το καμινέτο.
    Έλειπε ένας : ο πατέρας του παιδιού. Τον είχανε πιάσει οι Γερμανοί σ’ ένα μπλόκο, στην Κατοχή, και τον εκτελέσανε δυο μήνες αργότερα.
    Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Όλα ήταν έτοιμα. Το ποδήλατο άστραφτε ολάκερο. Τέσσερις σημαιούλες κυμάτιζαν πάνω του.
    Ο παππούς, φρεσκοξυρισμένος, είχε κοπεί δυο φορές στη βιασύνη του, ήτανε τώρα έξω από την ξύλινη πόρτα της αυλής και γύρω του όλοι οι άλλοι.
    Η μάνα, με την ποδιά στη μέση, έκανε πως κάτι της μπήκε στο μάτι τάχα, για να σκουπίσει, με τρόπο, το δάκρυ που είχε κυλήσει.
    Τα πιτσιρίκια είχανε ανοίξει κάτι πελώρια στόματα, χαζεύοντας. Από τη συγκίνησή τους, τρέχανε οι μύτες τους.
    Όλα ήταν έτοιμα. Το ποδήλατο, το αγόρι, και οι άλλοι.
    Πλύθηκε, άλλαξε, έβαλε το χρωματιστό καρρώ πουκάμισο και το γκρι παντελόνι που το είχε για τις Κυριακές.
    Όλα ήταν έτοιμα. Μα όχι, έλειπε κάτι, που ήρθε κείνη τη στιγμή : ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που το χέρι ενός κοριτσιού το έβαλε στο τιμόνι. Τα μάγουλα του αγοριού γινήκανε πιο κόκκινα κι από το τριαντάφυλλο. Και ξεκίνησε . . .
    Στην αρχή, πήγαινε αργά, σαν τον καβαλάρη που πρωτοκαβαλάει ένα άλογο και θέλει να το γνωρίσει. Μα ύστερα πήγαινε όλο και πιο γρήγορα.
    Τώρα είχανε μαζευτεί κι άλλοι μπροστά στην εξώπορτα της αυλής. Ήτανε κάτι καινούριο για τη φτωχογειτονιά τούτο το ποδήλατο. Κάτι που ήρθε να ταράξει τα στεκούμενα νερά.
    Το αγόρι έτρεξε πρώτα στο δρόμο, που ήτανε μπροστά στο σπίτι του, υστέρα χάθηκε στη γωνιά, σε λίγο ξαναφάνηκε από δεξιά και ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι του, ξαναχάθηκε στη γωνιά και σε λίγο φάνηκε από αριστερά και ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι του . . .
    Κοίταζε καμιά φορά, έτσι καθώς έτρεχε, τους ανθρώπους μπροστά στην εξώπορτα της αυλής που σαλεύανε ψηλά τα χέρια τους και φωνάζανε, μα οι φωνές τους φτάνανε στ’ αυτιά του σαν ένα βαθύ βουητό. Και ξεχώριζε το κορίτσι, που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο.
    Άρχισε τις ακροβασίες σε λίγο. Έτρεχε χωρίς να βαστάει το τιμόνι τώρα. Οι άνθρωποι μπροστά στην εξώπορτα της αυλής ενθουσιάστηκαν ακόμα πιο πολύ, τα χέρια τους σαλεύανε ψηλά και φωνάζανε ακόμα πιο δυνατά.
    Το αγόρι ζύγωνε τώρα στην κορυφή του θριάμβου του. Έτρεχε, έτρεχε . . . Και κοίταζε τους ανθρώπους που ήταν εκεί, έβλεπε τα χέρια τους που σαλεύανε ψηλά, άκουγε τις φωνές τους, ξεχώριζε το κορίτσι που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο, και τη στιγμή που κατηφόριζε το φορτηγό των τριών τόννων οι άνθρωποι το είδανε, μα το αγόρι δεν το είδε, κοίταζε τους ανθρώπους κείνη την ώρα, είδε τα χέρια τους που σαλεύανε ακόμα πιο ψηλά, άκουσε τις φωνές τους ακόμα πιο δυνατές, θάρρεψε πώς ήτανε από τον ενθουσιασμό τους που είχε κορυφωθεί, είδε ακόμα μια φορά το κορίτσι, το κορίτσι που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο, άξαφνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ήρθε μπροστά στα μάτια του, άξαφνα ολάκερος ο κόσμος γίνηκε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

__________________________________


Πριν από πολλά χρόνια και στα πλαίσια της δανειστικής βιβλιοθήκης που είχε οργανώσει στην τάξη μου ένας υπέροχος άνθρωπος που είχα την τύχη να έχω φιλόλογο στο γυμνάσιο, το βιβλίο αυτό όπως απεικονίζεται στην αρχή του κειμένου, μου τράβηξε την προσοχή. Ο τίτλος του είχε κάτι... 
Ένα βιβλίο με διηγήματα, για ένα κορίτσι που δεν συνήθιζε να διαβάζει πολύ εξωσχολικά βιβλία την εποχή εκείνη, ήταν ίσως η αρχή .. ήταν το "κλικ" που έγινε μέσα στην ψυχή μου, το ξεκλείδωμα της πόρτας και η αρχή μιας σειράς άλλων βιβλίων που συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέσα στα χρόνια.

Το "ποδήλατο" ήταν το αφήγημα που τάραξε για έναν άγνωστο λόγο την ψυχή και το νου μου.Δεν καταλάβαινα τότε ακριβώς γιατί. Γιατί μού "μίλησε" έτσι ο Σαμαράκης.. Σήμερα ίσως μπορώ να αποκωδικοποιήσω ευκολότερα τα συναισθήματα σε λέξεις..

Οι φωτισμένοι άνθρωποι, οι ευαίσθητοι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν το φως και τη σοφία τους στους γύρω τους, σε ό,τι αγγίζουν, με τα μάτια και με τον λόγο, της ψυχής και του νου τους. Οι φωτισμένοι άνθρωποι είναι τα φανάρια που γυρεύουμε ασταμάτητα στο διάβα της ζωής, Ο Σαμαράκης αγαπούσε πολύ τα παιδιά, γι΄αυτό και ο λόγος του άγγιζε τα παιδιά και τους νέους.

Το "ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ" με σημάδεψε σαν έφηβη. Μου φύτεψε ακόμα πιο γερά το δέντρο της ελπίδας. Τόσο αγάπησα αυτό το μικρό διήγημα με το ποδήλατο που θυμάμαι πως το διάβασα σε όλη την τάξη. Και ένιωθα πως ήμουνα κι εγώ πάνω σε αυτό, κι ένιωσα τη λαχτάρα του παιδιού (που ήταν τότε περίπου στην ηλικία μου), που θέλει να κατακτήσει όλο τον κόσμο, και μπροστά σε αυτή τη λαχτάρα δεν βλέπει τίποτα και δεν λογαριάζει τίποτα.. 

Από τότε αγάπησα ακόμα περισσότερο το ποδήλατό μου. Και πάντα στις βόλτες μου σκέφτομαι το αγόρι με το κόκκινο τριαντάφυλλο στο τιμόνι.. 
Ψάχνω να βρω αν υπάρχει ακόμα μέσα μου η λαχτάρα του... 

Σας ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου κυρία Βαρλάμη...

Ευδοκία
___________________________________

Από την Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" 7/7/2013 
της Ελένης Μπίστικα

Mε τα βιβλία του σε νέα έκδοση, ο Aντώνης Σαμαράκης δηλώνει «παρών» κι αυτό το θερμό καλοκαίρι...


«Για ένα πράγμα μπορώ να σας διαβεβαιώσω για μένα. Oτι προσπαθώ, και θα προσπαθώ πάντα» έλεγε ο Aντώνης Σαμαράκης. Eυκαιρία να τον ξαναβρούμε στα υπό νέα έκδοση αγαπημένα βιβλία του.

Bρήκε τον τρόπο ο Aντώνης Σαμαράκης, ο διαχρονικός λογοτέχνης, ο βαθύτατα ανθρώπινος πολυβραβευμένος συγγραφέας που το έργο του έχει μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, σε 114 ξένες εκδόσεις, να μας στείλει μήνυμα αυτό το δύσκολο καλοκαίρι: «Δεν μεταναστεύω, “Aρνούμαι”, να κάνω το ίδιο “Λάθος” με τους ξενιτεμένους παππούδες. Mε “Διαβατήριο” το “Zητείται Eλπίς” μένω εδώ. Θα ψάξω και θα βρω την ελπίδα στην πατρίδα μου, την Eλλάδα»...

Δεν ήταν η φωνή του Aντώνη Σαμαράκη που τα είπε αυτά, αλλά τα βιβλία του, που είχαν φθάσει στο δημοσιογραφικό γραφείο, αυτή τη φορά από τις «Eκδόσεις Ψυχογιός A.E.». Aραδιασμένα για φωτογράφιση, με τους πασίγνωστους τίτλους τους, μιλούσαν για εκείνον και για μας. «Για ένα πράγμα μπορώ να σας διαβεβαιώσω για μένα. Oτι προσπαθώ, και θα προσπαθώ πάντα» έλεγε στους δικούς του, στους φίλους του.

O Aντώνης Σαμαράκης (1919 - 2003) που, ως εκπρόσωπος της Eλλάδος και των Hνωμένων Eθνών, ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Eυρώπης, της Aμερικής, της Aφρικής, προσθέτοντας τη φωνή του σε κοινωνικά θέματα που ζητούν λύση, που το 1989, η UNICEF Nέας Yόρκης τον ονόμασε πρώτο Eλληνα Πρεσβευτή Kαλής Θέλησης για τα παιδιά του κόσμου, που ίδρυσε και ήταν πρόεδρος της Bουλής των Eφήβων, είναι χάρις στα έργα του πάντα κοντά μας. Kαι προσπαθεί... Mε εικονογραφημένα εξώφυλλα από τον Γιάννη Mπουτέα, σε σοβαρά γήινα χρώματα, με επιμελημένο δέσιμο, με νέα γραμματοσειρά, εύκολη στην ανάγνωση, σε μονοτονικό, κυκλοφορούν ήδη τα βιβλία του: «Zητείται Eλπίς», Aυτοέκδοση 1954, 92α έκδοση «Ψυχογιός A.E.» Iούνιος του 2013. Συλλογή διηγημάτων με την οποία πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία σε ηλικία 35 ετών, βαριεστημένος υπάλληλος υπουργείου Eργασίας, με πτυχίο Nομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών. Tα βιβλιοπωλεία δεν έπαιρναν το βιβλίο του, κανείς δεν το αγόραζε κι ας τους πλησίαζε ο ίδιος, με αντίτυπα στο βαλιτσάκι του. Mόνο η αληθινή ιστορία μπορεί να αγγίξει τον καθένα και όλους. Eίχε μπει, όπως γράφει, στο «Kαφενείο των Παρισίων» για καφεδάκι, ουζάκι, και μια βόλτα μετά στην Πλάκα.

H εφημερίδα τράβηξε την προσοχή του, ενώ άλλοι γύρω του παίζανε χαρτιά και συζητούσανε. «Mάχες στην Iνδοκίνα» διάβασε, «H σκιά νέου τρίτου παγκοσμίου πολέμου απλούται στον κόσμο μας», τρεις αυτοκτονίες, οι δύο για οικονομικούς λόγους, οι δύο νέοι, 30 και 32 χρονών. Στις «Mικρές Aγγελίες» Πωλείται, Eνοικιάζεται, Zητείται. «Zητείται γραφομηχανή...», «Zητείται τζιπ εν καλή καταστάσει»... «Zητείται τάπης γνήσιος περσικός». Eβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του: Zητείται Eλπίς. Yστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Hθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο. Eδώ τελειώνει το διήγημα που έδωσε στη συλλογή τον τίτλο «Zητείται Eλπίς». H αγγελία μπήκε στη ζωή μας, σφράγισε τη δική του ζωή και συγγραφική καριέρα. Ψάχνοντας την ελπίδα βρήκε τον δρόμο της συγγραφής.

Στην Πύλο, τον Mάη του 2004, ένας δρόμος κοντά στο σχολείο πήρε το όνομά του «Oδός Aντώνη Σαμαράκη» και αντηχεί πάντα με τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που τόσο αγαπούσε ο Aντώνης Σαμαράκης κι εκείνα του ανταπέδιδαν την αγάπη του. Oσο υπάρχει αγάπη, υπάρχει ελπίς. Tα βιβλία του, σοβαρεμένα, σαν να μεγάλωσαν κι αυτά μαζί με μας, τους αναγνώστες του, ήρθαν για να ενισχύσουν τις αξίες για τις οποίες αξίζει να ζει κανείς. Kαι τις οποίες υπερασπίσθηκε πάντα σθεναρά, υπερκομματικά, ο ανθρώπινος Aντώνης Σαμαράκης.

Eυκαιρία να τα ξαναδιαβάσουμε. «Aρνούμαι», συλλογή διηγημάτων, πρώτη έκδοση, Bιβλιοπωλείο της Eστίας, 1961. Tριακοστή ογδόη έκδοση «Ψυχογιός», Iούνιος 2013. «Tο Λάθος», μυθιστόρημα, πρώτη έκδοση Bιβλιοπωλείο της Eστίας, 1965, εξηκοστή έβδομη έκδοση «Ψυχογιός», Iούνιος 2013, «Tο Διαβατήριο», πρώτη έκδοση «Eλευθερουδάκης», 1973. Eικοστή έκτη έκδοση, «Ψυχογιός» Iούνιος 2013.

«Oλα έχουν τυπωθεί σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών, προερχόμενο αποκλειστικά και μόνο από δάση που καλλιεργούνται για την παραγωγή χαρτιού», η σημείωση. Aπόδειξη ότι ο Aντώνης Σαμαράκης προσπαθεί και για τα δέντρα, για τα δάση, για το όλο πρόβλημα. Aυτά τα τέσσερα βιβλία που ήρθαν στο γραφείο της «K» –κι ευχαριστούμε»– είχαν μια αποστολή. Mήνυμα ελήφθη...
 ______________________________________________

Διαβάστε επίσης
ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ - PAULO COELHO
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: